Η προετοιμασία ξεκινούσε από την Κυριακή των Αποκρεών. Σε κάθε γειτονιά — Κουμπουζέικα, Ράχη, Σιωρέικα, Κεφαλαίικα, Ντούμασης, Πελεκασεϊκα, πλατεία Λιθάρου — άντρες, γυναίκες και παιδιά έβγαιναν από το πρωί και με γκασμάδες και φορτωτριχιές μάζευαν αφάνες για τις φωτιές. Οι αφάνες δένονταν με τριχιές, σύρονταν με τον ώμο και συγκεντρώνονταν σε κεντρικά σημεία των γειτονιών.
Οι νοικοκυρές ζύμωναν στα πλαστήρια τα παραδοσιακά μακαρόνια, τα οποία ψήνονταν μέσα στη στάχτη και συνοδεύονταν από αυγά. Αυτό αποτελούσε το αποκριάτικο τραπέζι κάθε σπιτιού, στο οποίο συμμετείχε όλη η οικογένεια. Μετά το φαγητό, άναβαν οι φωτιές και μικροί-μεγάλοι μεταμφιέζονταν σε Μπαρμπούτες, με παλιά ρούχα και πρόσωπα μουτζουρωμένα από τα κατάμαυρα σκεύη της κουζίνας.
Το πρωί της Καθαράς Δευτέρας, οι ήχοι από τρομπέτες (θαλασσινά όστρακα), τενεκέδες, κουδούνια και τύμπανα από δέρμα ζώου, αντηχούσαν σε όλο το χωριό. Ήταν το σύνθημα της έναρξης. Οι Μπαρμπούτες ξεκινούσαν τη διαδρομή τους από κάθε συνοικία, με αποκορύφωμα την εμφάνιση της “Αναστασίας” — μιας κατασκευής σε σχήμα κεφαλιού μουλαριού, που φορούσαν δύο άνθρωποι κάτω από κουρελού, συμβολίζοντας το ζώο που βοηθούσε στις αγροτικές εργασίες.
Το έθιμο περιλάμβανε επίσης:
- το όργωμα με ξύλινο αλέτρι που έσερναν μεταμφιεσμένοι,
- τον παραδοσιακό γάμο, όπου οι άντρες ντύνονταν γυναίκες και οι γυναίκες άντρες, σατιρίζοντας κοινωνικά πρότυπα,
- και στο τέλος, τον παπά της Καθαράς Δευτέρας, έναν αυτοσχέδιο ρόλο που σατίριζε τα ευτράπελα του χωριού.
Σημαντικό ρόλο στο έθιμο είχαν και τα σατιρικά τραγούδια. Το πιο γνωστό ήταν ο “Γανωματής”, με έντονο λαϊκό χιούμορ:
Ο Γανωματής
Ήμουνα γανωματής μέσα στην Αθήνα,
τσετζερέδες γάνωνα, τα περνούσα φίνα.
Να και μου ξεφάντωσε ένα πιτσιρικάκι,
κράταγε στα χέρια του ένα τηγανάκι.
Και μου λέει: «Γανωματή, γάνωσ’ το λιγάκι,
γιατί μου το τρύπησε ένα φανταράκι.»
Και της λέω: «Ρε μικρό, δεν κολλάει το μάλτο»
και μου λέει: «Γανωματή, λίγο λίγο βάλ’ το!»
Ήμουνα γανωματής μέσα στην Αθήνα,
τσετζερέδες γάνωνα, τα περνούσα φίνα.
Να και μου ξεφάντωσε μια γριά νταρντάνα,
κράταγε στα σκέλια της μια τρύπια καραβάνα.
Και μου λέει: «Γανωματή, γάνωσ’ τη λιγάκι,
γιατί μου την τρύπησε ένα γεροντάκι.»
Σήμερα, οι Μπαρμπούτες του Δυρραχίου εξακολουθούν να αναβιώνουν κάθε χρόνο με αυθεντικότητα, αποτελώντας ζωντανό κομμάτι της πολιτιστικής ταυτότητας του τόπου. Είναι το μοναδικό χωριό της Φαλαισίας που συνεχίζει αδιάλειπτα το συγκεκριμένο έθιμο, προσκαλώντας ντόπιους και επισκέπτες σε μια εμπειρία που συνδυάζει το παλιό με το νέο, τη λαϊκή τέχνη με το γνήσιο γλέντι.
Κάθε Καθαρά Δευτέρα, το Δυρράχι πλημμυρίζει από χρώματα, μουσικές, μυρωδιές και φωνές. Η τοπική κοινωνία γίνεται μια μεγάλη παρέα, που μέσα από τη σάτιρα, το τραγούδι και το φαγητό, κρατά ζωντανή τη μνήμη, την παράδοση και την ψυχή του χωριού.
Το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας, το Δυρράχι πλημμυρίζει από χρώματα, μουσικές, μυρωδιές και φωνές. Ντόπιοι και επισκέπτες γίνονται μια μεγάλη παρέα και, μέσα από τη σάτιρα, το τραγούδι και το παραδοσιακό φαγητό, κρατούν ζωντανή τη μνήμη, την παράδοση και την ψυχή του χωριού.